Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυλός ο [avlós] Ο17 : 1.αρχαιότατο πνευστό όργανο από καλάμι ή άλλο τεχνητό σωλήνα: H φλογέρα των βοσκών και το σύγχρονο φλάουτο είναι οι απόγονοι του αρχαίου αυλού. 2. (τεχν.) εξάρτημα μηχανής ή εργαλείου που μοιάζει με αυλό.
[λόγ.: 1: αρχ. αὐλός· 2: σημδ. γαλλ. tube]
- άυλος -η -ο [áilos] Ε5 : α.που δεν έχει υλική υπόσταση· ασώματος, πνευματικός. ANT υλικός: Tο πνεύμα είναι άυλο. Yλικά και άυλα αγαθά. β. (μτφ., για υλικό σώμα) τόσο πολύ διάφανος, αιθέριος, ανάερος σαν να ήταν άυλος: Οι άυλες μορφές των βυζαντινών αγιογραφιών. || (οικον.): Άυλοι τίτλοι*.
[λόγ. < ελνστ. ἄϋλος]