Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άτυχος -η -ο [átixos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που δεν έχει καλή τύχη, που του συνέβησαν, του συμβαίνουν ατυχίες ή δυστυχίες: Στάθηκε ~ σ΄ όλη του τη ζωή. ANT τυχερός. Άτυχη μάνα, δύστυχη, δυστυχισμένη. ANT καλότυχη. β. (για ενέργεια, γεγονός) που δεν έχει καλή, επιτυχημένη έκβαση: Άτυχη επιχείρηση. Άτυχη προσπάθεια. ~ γάμος. || που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή με ακατάλληλο τρόπο· άκαιρος, άστοχος: Άτυχη παρέμβαση.
[μσν. άτυχος < αρχ. ἀτυχ(ής) μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ. και τον. κατά τα επίθ. με α- 1]