Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτρακτος
1 εγγραφή
άτρακτος η [átraktos] Ο36 : 1.(λόγ.) το αδράχτι. 2. (μηχανολ.) επιμήκης μεταλλικός άξονας περιστροφής των μηχανημάτων. 3. το κύριο μέρος του αεροσκάφους το οποίο περιλαμβάνει το θάλαμο πλοήγησης και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων. 4. (μαθημ.) το τμήμα της επιφάνειας μιας σφαίρας που ορίζεται από δύο μέγιστα ημικύκλια με κοινή διάμετρο. || (αστρον.) ωριαία ~, καθεμιά από τις είκοσι τέσσερις ζώνες στις οποίες χωρίζεται συμβατικά η επιφάνεια της γης και στην οποία ζώνη ισχύει η ίδια ώρα: Tο Παρίσι και η Ρώμη βρίσκονται στην ίδια ωριαία άτρακτο.

[λόγ. < ελνστ. ἄτρακτος ἡ (αρχ. ἄτρακτος ὁ) (3: σημδ. γαλλ. fuselage συγγ. του fuseau `αδράχτι΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες