Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτοκος
1 εγγραφή
άτοκος -η -ο [átokos] Ε5 : (για χρήματα) που δεν καταβάλλεται τόκος γι΄ αυτόν: Άτοκο δάνειο. Άτοκες δόσεις.

[λόγ. < αρχ. ἄτοκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες