Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσωστος 1 -η -ο [ásostos] Ε5 : που δεν εξαντλείται, που δεν τελειώνει· ατελείωτος: Άσωστη πολυλογία. || Άσωστη θάλασσα.
[α- 1 σωσ- (σώνω) -τος]
- άσωστος 2 -η -ο : που κανείς δεν μπορεί να τον σώσει, να τον γλιτώσει, να τον βοηθήσει, που δεν μπορεί να σωθεί.
[ελνστ. ἄσωστος]