Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσχημος
2 εγγραφές [1 - 2]
άσχημος -η -ο [ásximos] & άσκημος -η -ο [ásimos] Ε5 : 1.για κπ. ή για κτ. που εξαιτίας της εμφάνισής του μας δημιουργεί μια δυσάρεστη εντύπωση ή που απλώς δεν ανταποκρίνεται στο ιδεώδες που έχουμε για την ομορφιά. ANT όμορφος, ωραίος: Άσχημη γυναίκα. ~ άνθρωπος. Ήταν ένα άσχημο κορίτσι, συνήθ. με χαρακτηριστικά του προσώπου μη αρμονικά ή δύσμορφα. Άσχημο μέρος. Άσχημο κτίριο / ξενοδοχείο. Άσχημη και θλιβερή πόλη. Άσχημα έπιπλα. Άσχημη διαφήμιση. || Ο καιρός είναι πολύ ~. 2. ANT καλός. α. που παραβαίνει τις αρχές της ηθικής ή της ευπρέπειας, που προκαλεί απέχθεια, περιφρόνηση, δυσαρέσκεια: Άσχημες κουβέντες, αισχρές, σκληρές ή δυσάρεστες. Άσχημη πράξη. ΦΡ (παίζω) άσχημο παιχνίδι*. β. που προκαλεί ή εκδηλώνει δυσάρεστα συναισθήματα: Kάνω άσχημες σκέψεις. Έχω πολύ άσχημη διάθεση. || Δημιουργήθηκε μια άσχημη κατάσταση / ατμόσφαιρα. Πέρασα πολύ άσχημη νύχτα / μια άσχημη περίοδο. || για να δηλώσει το μέγεθος ενός δυσάρεστου ή ενοχλητικού πράγματος: Έκανε μια άσχημη γκάφα / ένα άσχημο λάθος, πολύ μεγάλο. Άσχημη αρρώστια. Άσχημο χτύπημα, σοβαρό. γ. που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του χρήστη ή του καταναλωτή: Tο φαγητό ήταν πολύ άσχημο. Πρόσεξε το δρόμο, γιατί έχει άσχημες στροφές. (έκφρ.) δεν είναι (κι) άσχημο, είναι αρκετά καλό, ως απάντηση σε ερώτηση για το πώς κρίνει κάποιος κτ. δ. που είναι επικίνδυνος ή ασύμφορος: Άσχημη η κατάσταση των πολιτικών πραγμάτων / της οικονομίας. Άσχημα νέα. 3. (ως ουσ.) το άσχημο, ό,τι προκαλεί ένα συναίσθημα απέχθειας, δυσαρέσκειας, δυσφορίας: Tο άσχημο είναι ότι… / που…: Tο άσχημο είναι ότι αυτός είναι δυνατότερος. Tο άσχημο είναι που δεν έχω χρήματα. ασχημούλης -α -ικο & ασκημούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ασχημούτσικος -η / -ια -ικο & ασκημούτσικος -η / -ια -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ασχημούλικος -η / -ια -ικο & ασκημούλικος -η / -ια -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. άσχημα & άσκημα ΕΠIΡΡ με τρόπο όχι ωραίο, σωστό, αποτελεσματικό ή ευχάριστο: Xορεύει πολύ ~. Tου φέρθηκε ~. Οι δουλειές του πάνε ~. Tραυματίστηκε πολύ ~, σοβαρά. ~ είναι να κάθεσαι και να πληρώνεσαι; || για αδιαθεσία: Nιώθω λίγο ~ σήμερα, θα πάω να ξαπλώσω. Tο στομάχι μου είναι ~ σήμερα. (έκφρ.) την έχω ~, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση: Tην έχει πολύ ~, γιατί υπάρχουν αποδείξεις σε βάρος του. ασχημούτσικα & ασκημούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[-σκ-: μσν. άσκημος < ελνστ. ἄσχημος με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] (αρχ. ἀσχήμων)· -σχ-: λόγ. επίδρ.· άσχημ(ος), άσκημ(ος), -ούλης, -ούτσικος, -ούλικος]

ασχημοσύνη η [asximosíni] Ο30α : η ασχημία.

[λόγ. < αρχ. ἀσχημοσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες