Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άστυφτος
1 εγγραφή
άστυφτος -η -ο [ástiftos] Ε5 : που δεν τον έχουν στύψει, που δεν τον έχουν πιέσει ή συνθλίψει για να βγει το υγρό που περιέχει: Άστυφτα λεμόνια / ρούχα.

[α- 1 στυπ- (στύβω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες