Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσπιλος
1 εγγραφή
άσπιλος -η -ο [áspilos] Ε5 : που δεν έχει την κηλίδα μιας ανήθικης πράξης· άμεμπτος, αγνός: Tο δικαστήριο τον αθώωσε παμψηφεί και τον απέδωσε άσπιλο στην κοινωνία. Tο παρελθόν του είναι άσπιλο. || (εκκλ.): H άσπιλη Παρθένος.

[λόγ. < ελνστ. ἄσπιλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες