Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσπιλος -η -ο [áspilos] Ε5 : που δεν έχει την κηλίδα μιας ανήθικης πράξης· άμεμπτος, αγνός: Tο δικαστήριο τον αθώωσε παμψηφεί και τον απέδωσε άσπιλο στην κοινωνία. Tο παρελθόν του είναι άσπιλο. || (εκκλ.): H άσπιλη Παρθένος.
[λόγ. < ελνστ. ἄσπιλος]