Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσκαυλος
1 εγγραφή
άσκαυλος ο [áskavlos] Ο19 : (μουσ.) πνευστό μουσικό όργανο· γκάιντα.

[λόγ. ασκ(ός) + αυλ(ός) -ος, κατά τη σημ. του ελνστ. ἀσκαύλης `παίκτης γκάιντας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες