Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσημος
2 εγγραφές [1 - 2]
άσημος -η -ο [ásimos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που, επειδή δεν είναι αξιόλογο(ς), είναι σχεδόν άγνωστο(ς). ANT διάσημος: Είναι ένας ~ δικηγόρος / καλλιτέχνης. Ένα άσημο χωριό που οι κάτοικοί του ζουν μακριά από τον κόσμο.

[λόγ. < αρχ. ἄσημος]

ασημόσκονη η [asimóskoni] Ο32 : σκόνη από ασήμι ή από απομίμηση ασημιού, που χρησιμοποιείται στη διακοσμητική.

[ασημο- + σκόνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες