Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσεμνος
1 εγγραφή
άσεμνος -η -ο [ásemnos] Ε5 : 1.για κπ. του οποίου η συμπεριφορά ή η εξωτερική εμφάνιση έρχεται σε αντίθεση με ό,τι θεωρείται σεμνό και ευπρεπές, κυρίως στο σεξουαλικό τομέα και συνήθ. για γυναίκα. 2. για κτ. που θεωρείται ότι προσβάλλει το δημόσιο αίσθημα της αιδούς και κυρίως για κτ. που προκαλεί σεξουαλικά: Άσεμνα αστεία. Άσεμνες φωτογραφίες / πράξεις / χειρονομίες. || (ως ουσ.) το άσεμνο: Ο νόμος περί ασέμνων, για δημοσιεύματα σε έντυπα και για θεάματα. άσεμνα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~.

[λόγ. < αρχ. ἄσεμνος `αναξιοπρεπής, ταπεινός΄ σημδ. γαλλ. indécent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες