Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσβεστος
2 εγγραφές [1 - 2]
άσβεστος η [ázvestos] Ο36 : (λόγ.) ασβέστης.

[λόγ. < ελνστ. ἄσβεστος, αρχ. σημ.: `άσβηστος΄]

άσβεστος -η -ο [ázvestos] Ε5 : 1.(λόγ.) που δε σβήνει ποτέ: Στους τάφους των ηρώων καίει άσβεστη λυχνία. 2. (μτφ.) για βαθύ συναίσθημα που διατηρείται πάντοτε έντονο: Στην ψυχή του διατηρούσε άσβεστη την πίστη / άσβεστο μίσος / άσβεστη δίψα για γνώση. Στα μάτια του έκαιγε μια άσβεστη φλόγα.

[λόγ. < αρχ. ἄσβεστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες