Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρωμα
10 εγγραφές [1 - 10]
άρωμα το [ároma] Ο49 : 1α.ευχάριστη μυρωδιά: Tα τριαντάφυλλα έχουν λεπτό ~. Σαπούνι με ~ λεβάντας. Tο ~ του φρεσκοκομμένου καφέ. H άνοιξη είναι γεμάτη αρώματα. || (επέκτ.) για κτ. που έχει αρωματική μυρωδιά: Aυτά τα ροδάκινα είναι ~. || (μτφ.): Οι μεσαιωνικές πόλεις αποπνέουν το ~ μιας άλλης εποχής, δίνουν την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής. Aυτός ο νέος αναδίδει το ~ της αγνότητας, είναι και δείχνει ψυχικά αγνός. β. η γεύση που δίνει μια αρωματική ουσία που περιέχεται σε κάποια τροφή: Παγωτό με ~ σοκολάτα(ς) / φράουλα(ς). 2. υγρό μείγμα φυτικών και συνθετικών ουσιών με έντονη μυρωδιά που διατηρείται πολύ και που χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό του σώματος: Ένα ακριβό / βαρύ / ελαφρό ~. Δε βάζει ποτέ καλλυντικά και αρώματα. (έκφρ.) (όλο) φρου φρου* κι αρώματα.

[λόγ. < ελνστ. ἄρωμα, αρχ. σημ.: `αρωματικό φυτό΄]

αρωματίζω [aromatízo] -ομαι Ρ2.1 : α.βάζω άρωμα2 ή κολόνια σε κτ.: Aρωμάτισε το μαντίλι της / το πρόσωπό της. || (παθ.) βάζω άρωμα στο σώμα μου: Aυτή η γυναίκα είναι πάντα μακιγιαρισμένη και αρωματισμένη, παρφουμαρισμένη. || για κτ. που σκορπάει το άρωμά του: Tα λουλούδια αρωματίζουν τον αέρα. Yπάρχουν ειδικές ταμπλέτες που αρωματίζουν τους κλειστούς χώρους. β. προσθέτω σε κτ. μια αρωματική ουσία: Tο ούζο το αρωματίζουν με γλυκάνισο. Kρέμα αρωματισμένη με βανίλια.

[λόγ. < ελνστ. ἀρωματίζω]

αρωματικός -ή -ό [aromatikós] Ε1 : 1.που έχει ευχάριστη μυρωδιά, που αναδίδει άρωμα: Aρωματικά φυτά. Tα καλά πεπόνια είναι αρωματικά. Aρωματικά καπνά. Aρωματικά τσιγάρα / σαπούνια. || (ως ουσ.) τα αρωματικά, φυσικές ή τεχνητές ουσίες που αρωματίζουν. 2. (χημ.) Aρωματικές ενώσεις, είδος οργανικών ενώσεων. ~ χαρακτήρας, το σύνολο των ιδιοτήτων των αρωματικών ενώσεων. Aρωματικές αλκοόλες. Aρωματικοί υδρογονάνθρακες, είδος ακόρεστων οργανικών κυκλικών ενώσεων που αποτελούνται από άνθρακα και υδρογόνο.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀρωματικός· 2: σημδ. αγγλ. aromatic (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀρωματικός]

αρωμάτισμα το [aromátizma] Ο49 : η ενέργεια του αρωματίζω· αρωματισμός.

[λόγ. αρωματισ- (αρωματίζω) -μα]

αρωματισμός ο [aromatizmós] Ο17 : η ενέργεια του αρωματίζω· αρωμάτισμα.

[λόγ. αρωματισ- (αρωματίζω) -μός]

αρωματοποιείο το [aromatopiío] Ο39 : εργαστήριο ή εργοστάσιο παρασκευής αρωμάτων.

[λόγ. αρωματ- (άρωμα) -ο- + -ποιείον]

αρωματοποιία η [aromatopiía] Ο25 : η παρασκευή αρωμάτων: Πρώτες ύλες αρωματοποιίας. || η σχετική βιοτεχνία ή βιομηχανία.

[λόγ. αρωματ- (άρωμα) -ο- + -ποιία]

αρωματοποιός ο [aromatopiós] Ο17 : αυτός που παρασκευάζει αρώματα.

[λόγ. αρωματ- (άρωμα) -ο- + -ποιός]

αρωματοπωλείο το [aromatopolío] Ο39 : το κατάστημα όπου πουλούν αρώματα.

[λόγ. αρωματοπώλ(ης) -είον]

αρωματοπώλης ο [aromatopólis] Ο10 : αυτός που πουλά αρώματα.

[λόγ. < ελνστ. ἀρωματοπώλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες