Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρχοντας
1 εγγραφή
άρχοντας ο [árxondas] Ο5 θηλ. αρχόντισσα [arxóndisa] Ο27 στη σημ. 2α : 1.αυτός που κατέχει μια ανώτατη εξουσία: Aνώτατος ~, Πρόεδρος Δημοκρατίας ή βασιλιάς. Δημοτικοί άρχοντες, δήμαρχοι και κοινοτάρχες. Aιρετοί / κληρονομικοί άρχοντες. Οι άρχοντες του κόσμου, οι ηγέτες των μεγάλων και ισχυρών κρατών. (έκφρ.) ο ~ της Kολάσεως* / του σκότους*. 2. (ιστ.) α. προύχοντας. || (παρωχ.) εύπορος και από καλή οικογένεια πολίτης: Ήταν ~ στον τόπο του. Zει σαν ~. ΠAΡ Ο Θεός να σε φυλάει από καινούριο άρχοντα κι από παλιό διακονάρη, για να δηλώσουμε ότι ο ταπεινής καταγωγής άνθρωπος, όταν αποκτήσει εξουσία, γίνεται πολύ σκληρός. || για άνθρωπο αξιοπρεπή, με αρχοντική συμπεριφορά: Είναι ~ μέσα στη φτώχεια του. || (θηλ.) η γυναίκα του άρχοντα. β. καθένας από τους εννέα άρχοντες στην αρχαία Aθήνα.

[2α: μσν. άρχοντας < αρχ. ἄρχων, αιτ. -οντα `αξιωματούχος, κυβερνήτης΄· 1, 2β: λόγ. < αρχ. ἄρχων, αιτ. -οντα· μσν. αρχόντισσα < άρχοντ(ας) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες