Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρτι
14 εγγραφές [1 - 10]
αρτι- 1 [arti] & αρτί- [artí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (λόγ., επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα ή ουσιαστικοποιημένα επίθετα· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό έχει συμβεί πρόσφατα, πριν από λίγο: ~γέννητος, ~θανής, ~σύστατος. || (ιατρ.) αρτίζωος, ολιγόζωος.

[λόγ. < αρχ. ἀρτι- < επίρρ. ἄρτι `τώρα μόλις΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀρτι-θανής]

αρτι- 2 : (λόγ.) α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό είναι άρτιο, πλήρες, ακέραιο, ταιριαστό: ~επής, ~μελής, ~έπεια, ~μέλεια.

[λόγ. < αρχ. ἀρτι- (δες στο αρτι- 1) (στη σημ.: `ταιριαστά΄) ως α' συνθ.: αρχ. ἀρτι-μελής]

αρτιγενής -ής -ές [artijenís] Ε10 : (λόγ.) που γεννήθηκε ή που δημιουργήθηκε πρόσφατα.

[λόγ. < ελνστ. ἀρτιγενής]

αρτιγέννητος -η -ο [artijénitos] Ε5 : (λόγ.) που έχει γεννηθεί πρόσφατα· νεογέννητος: Aρτιγέννητο βρέφος.

[λόγ. < ελνστ. ἀρτιγέννητος]

αρτιθανής -ής -ές [artiθanís] Ε10 : (λόγ.) που πέθανε πρόσφατα.

[λόγ. < αρχ. ἀρτιθανής]

αρτιμέλεια η [artimélia] Ο27 : η ιδιότητα του αρτιμελούς, η σωματική ακεραιότητα.

[λόγ. αρτιμελ(ής) -εια]

αρτιμελής -ής -ές [artimelís] Ε10 : που είναι σωματικά ακέραιος, που δεν έχει σωματικά ελαττώματα: Aρτιμελές βρέφος.

[λόγ. < αρχ. ἀρτιμελής]

αρτιο- [artio] : (κυρ. επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα ή ουσιαστικοποιημένα επίθετα με αναφορά στη σημασία άρτιος, ζυγός αριθμός: ~γώνιος· ~πέριττος, για ζυγό αριθμό που όταν διαιρεθεί διά δύο μας δίνει περιττό αριθμό. || (ζωολ.) ~δάκτυλα, τάξη θηλαστικών με ζυγό αριθμό δακτύλων σε κάθε άκρο.

[λόγ. < ελνστ. ἀρτιο- θ. του αρχ. επιθ. ἄρτιο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀρτιο-γώνιος `με ζυγό αριθμό γωνιών΄ & διεθ. artio- < ελνστ. ἀρτιο-: αρτιο-δάκτυλα < αγγλ. artiodactyles]

αρτιοδάκτυλα τα [artioδáktila] Ο42 : (ζωολ.) στην ταξινόμηση των ζώων, τάξη θηλαστικών που φέρουν χηλή και χαρακτηρίζονται από άρτιο αριθμό δακτύλων σε κάθε άκρο: Tο ελάφι ανήκει στην τάξη των αρτιοδακτύλων.

[λόγ. < αγγλ. artiodactyles < artio- = αρτιο- + -dactyles < αρχ. δάκτυλ(ος) -α, ουδ. πληθ. του -ος]

άρτιος -α -ο [ártios] Ε6 : 1.που δεν του λείπει κανένα από τα στοιχεία του· πλήρης. ANT ελλιπής: Άρτια συγκρότηση / μόρφωση / μελέτη. Δέχτηκαν συγχαρητήρια για την άρτια οργάνωση της εκδήλωσης. || Άρτιο οικόπεδο. || (ως ουσ.) το άρτιο, η αρτιότητα, η πληρότητα: Tο άρτιο της προετοιμασίας οδήγησε στην επιτυχία της διοργάνωσης. (έκφρ.) στο άρτιο, πλήρως, στο ακέραιο: Εξόφληση χρέους στο άρτιο. 2. (μαθημ.) ~ αριθμός, που διαιρείται ακριβώς διά του δύο· ζυγός. ANT περιττός: Οι αριθμοί 2, 4, 6, 8 είναι άρτιοι. 3. (ως ουσ., οικον.) το άρτιο: α. η ονομαστική αξία κινητών αγαθών και ιδίως χρηματιστηριακών τίτλων: Πώληση μετοχών υπέρ / υπό το άρτιο. Διάθεση νομισμάτων / τίτλων στο άρτιο, στην αξία που είχαν, όταν εκδόθηκαν. β. η περιεκτικότητα ή η κάλυψη ενός νομίσματος σε πολύτιμο μέταλλο: Aμφισβητείται το άρτιο του νομίσματος μετά την υποτίμησή του. άρτια ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἄρτιος· 3: σημδ. γαλλ. pair]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες