Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άρπισμα το [árpizma] Ο49 : (μουσ.) διαδοχική εκτέλεση του καθενός φθόγγου μιας συγχορδίας.
[λόγ. άρπ(α) -ισμα απόδ. ιταλ. arpeggio ή μέσω του γαλλ. arpège]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. άρπ(α) -ισμα απόδ. ιταλ. arpeggio ή μέσω του γαλλ. arpège]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |