Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρπισμα
1 εγγραφή
άρπισμα το [árpizma] Ο49 : (μουσ.) διαδοχική εκτέλεση του καθενός φθόγγου μιας συγχορδίας.

[λόγ. άρπ(α) -ισμα απόδ. ιταλ. arpeggio ή μέσω του γαλλ. arpège]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες