Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άριστος
1 εγγραφή
άριστος -η -ο [áristos] Ε5 λόγ. θηλ. και αρίστη : που όταν συγκρίνεται με άλλους υπερέχει, που είναι ο καλύτερος στο είδος του (συχνά ως υπερθετικός βαθμός του καλός). α. (για πρόσ.) ιδιαίτερης ικανότητας ή επίδοσης· εξαίρετος, πρώτος: ~ τεχνίτης / επιστήμονας / γιατρός / πολιτικός / παίκτης / μάγειρας / μαθητής. β. (για πργ.) ο ανώτερος, ο εκλεκτότερος: Προϊόντα / καπνά / λάδια / υφάσματα / δέρματα άριστης / αρίστης ποιότητας. γ. (για κατάσταση) εξαιρετικός: Tο αυτοκίνητο / το σπίτι / η υγεία του είναι σε άριστη κατάσταση. Οι αθλητές βρίσκονται σε άριστη φυσική κατάσταση. || (ιστ., ως ουσ.) οι άριστοι, οι ευγενείς, οι πλούσιοι ή εκείνοι που κατάγονταν από αυτούς. άριστα ΕΠIΡΡ 1. κατά τον καλύτερο τρόπο· τέλεια: Ο ομιλητής ανέπτυξε ~ το θέμα του. Mιλάει ~ τα γερμανικά. 2. η ανώτατη επίδοση σε εξετάσεις, σε διαγωνισμούς: Tελείωσα με ~ το γυμνάσιο. || (ως ουσ.) το άριστα: Aν θες να πιάσεις το ~ πρέπει να διαβάζεις περισότερο. Πήρε το απολυτήριό του / το πτυχίο του με ~.

[λόγ. < αρχ. ἄριστος (υπερθ. του ἀγαθός)· λόγ. < αρχ. ἄριστα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες