Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άργητα η [árjita] Ο27α : (λαϊκότρ.) η βραδύτητα στην κίνηση ή στις ενέργειες· καθυστέρηση, αργοπορία: Έκανε τη δουλειά του χωρίς ~. Aυτές οι υποθέσεις δε σηκώνουν ~.
[μσν. άργητα < αργ(ός) -ητα]