Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρα
52 εγγραφές [1 - 10]
άρα [ára] σύνδ. : 1.συμπερασματικός· εισάγει λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα προηγούμενα· επομένως, κατά συνέπεια: Tο τρίγωνο είναι ισοσκελές, ~ οι παρά τη βάση γωνίες είναι ίσες. Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος. ~ ο Σωκράτης είναι θνητός. ΦΡ ράβδος εν γωνία, ~ βρέχει, για ψευδή συλλογισμό, για αστήρικτο και παράλογο συμπέρασμα. || στον καθημερινό λόγο συχνά μαζί με το λοιπόν: ~ λοιπόν είχε δίκιο ο Πέτρος. 2. (λαϊκότρ.) με επανάληψη του ίδιου ρηματικού τύπου, τη δεύτερη φορά αρνητικά, για να δηλωθεί αδιαφορία του ομιλητή για όσα ενδέχεται να συμβούν: ~ έρθει κι ~ δεν έρθει, δε με νοιάζει καθόλου αν έρθει ή όχι, σκασίλα μου.

[1: λόγ. < αρχ. ἄρα· 2: αρχ. pρα `μήπως τυχόν΄, με επανάλ. κατά το είτε… είτε]

αρά η [ará] Ο24 : (λόγ.) η κατάρα.

[λόγ. < αρχ. ἀρά]

αραβίδα η [aravíδa] Ο26 : 1.βραχύκαννο πυροβόλο όπλο που χρησιμοποιούσε παλαιότερα το ιππικό και το πυροβολικό. 2. αυτόματο πυροβόλο όπλο: ~ Tόμσον.

[λόγ. αραβ(ίς) -ίδα ίσως παρετυμ. ή παρανάγνωση του γαλλ. carabine `καραμπίνα΄]

αραβικός -ή -ό [aravikós] Ε1 & αράβικος -η -ο [arávikos] Ε5 : που ανήκει στην Aραβία ή στους Άραβες ή που προέρχεται από αυτούς: Aραβική τέχνη / έρημος. Aραβικοί αριθμοί. Aραβικά εμιράτα. || (ως ουσ.) η αραβική, τα αραβικά, τα αράβικα, η αραβική γλώσσα. αραβικά & αράβικα ΕΠIΡΡ: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. < ελνστ. Ἀραβικός < αραβ. Arab (δες και Aράπηςαραβ(ικός) -ικος]

αραβιστί [aravistí] επίρρ. : (λόγ.) σε αραβική γλώσσα, στα αραβικά.

[λόγ. αραβ(ικός) -ιστί κατά το ελληνιστί]

αραβοσιτάλευρο το [aravositálevro] Ο41 : αλεύρι που παράγεται από αραβόσιτο· καλαμποκάλευρο.

[λόγ. αραβόσιτ(ος) + άλευρον]

αραβοσιτέλαιο το [aravositéleo] Ο41 : λάδι που παράγεται από αραβόσιτο· καλαμποκέλαιο.

[λόγ. αραβόσιτ(ος) + -έλαιο]

αραβόσιτος ο [aravósitos] Ο20α : το καλαμπόκι: Άνθος αραβοσίτου.

[λόγ. αραβ- (δες στο αραβικός) -ο- + σίτος μτφρδ. ιταλ. granturco `δημητριακό της “Τουρκίας”, δηλ. εξωτικό΄ ή ιταλ. grano saraceno (γαλλ. sarrasin) `δημητριακό “Σαρακηνό”΄, παλ. όν. των κατοίκων της Aραβίας (κατώτερης ποιότητας δημητριακό)]

αραβούργημα το [aravúrjima] Ο49 : διακοσμητικό σχέδιο, ζωγραφικό ή γλυπτό, που αποτελείται από ποικίλα γεωμετρικά σχήματα ή από το συνδυασμό τους με άλλα διακοσμητικά στοιχεία.

[λόγ. αραβ- (δες στο αραβικός) + -ούργημα κατά το τεχνούργημα]

αραβόφωνος -η -ο [aravófonos] Ε5 : που έχει ως μητρική γλώσσα την αραβική: Aραβόφωνοι πληθυσμοί. || (ως ουσ.) ο αραβόφωνος.

[λόγ. αραβ- (δες στο αραβικός) -ο- + -φωνος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες