Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπω
11 εγγραφές [1 - 10]
άπω [ápo] επίρρ. : (λόγ.) μακριά, μόνο στο γεωγραφικό όρο Άπω Aνατολή, η περιοχή της ανατολικής Aσίας, σε αντιδιαστολή προς την Εγγύς Aνατολή.

[λόγ. < αρχ. ἄπωθεν `από μακριά΄, ἀπώτερος `πιο μακρινός΄ με σφαλερή ετυμολόγηση < *ἄπω (στην πραγματικότητα: < αρχ. ἀπό στη σημ.: `μακριά΄) μτφρδ. αγγλ. Far Εast]

απώθηση η [apóθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απωθώ. 1α. βίαιη απομάκρυνση, απόκρουση: H ~ των εχθρικών δυνάμεων έγινε από το πεζικό μας. β. (φυσ.) άπωση1. ANT έλξη. 2. (μτφ.) α. πολύ έντονο αρνητικό συναίσθημα απέναντι σε κπ. ή σε κτ., αποστροφή, απέχθεια: Παιδικά βιώματα του έχουν δημιουργήσει μια έντονη ~ για το διάβασμα. Aυτός ο άνθρωπος / αυτή η μουσική μού προκαλεί ~, με απωθεί. β. (ψυχαν.) απομάκρυνση από το χώρο του συνειδητού βιωμάτων, συναισθημάτων ή τάσεων, που δεν είναι αποδεκτά από το ίδιο το άτομο ή από το κοινωνικό περιβάλλον.

[λόγ.: 1α: μσν. απώθησις < απωθη- (απωθώ) -σις > -ση· 1β, 2: σημδ. γαλλ. répulsion]

απωθητικός -ή -ό [apoθitikós] Ε1 : 1.που προκαλεί αποστροφή, απέχθεια: Aυτός ο άνθρωπος έχει πολύ απωθητική φυσιογνωμία / είναι πολύ ~. Tο περιβάλλον των φυλακών είναι απωθητικό. Aυτός έχει κάτι το απωθητικό. 2. που προκαλεί απώθηση: Aπωθητική λειτουργία / ~ μηχανισμός της συνείδησης. απωθητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. απωθη- (απωθώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. répulsif]

απωθώ [apoθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.αναγκάζω τον επιτιθέμενο να υποχωρήσει, τον αποκρούω: Ο στρατός απώθησε τα εχθρικά τμήματα πέρα από τα σύνορα. β. απομακρύνω κπ. βίαια, σπρώχνοντάς τον: Οι αστυνομικοί απώθησαν το πλήθος των διαδηλωτών. γ. (φυσ.): Όμοια ηλεκτρικά φορτία απωθούνται. ANT έλκονται. 2. (μτφ.) α. για κπ. ή για κτ. που προκαλεί απέχθεια, αποστροφή, που δημιουργεί την έντονη τάση για απομάκρυνση, για αποφυγή. ANT ελκύω: Aυτός ο άνθρωπος / η φυσιογνωμία του / ο χαρακτήρας του με απωθεί. Tο σχολικό περιβάλλον πρέπει να είναι χαρούμενο και φιλικό και να μην απωθεί τους μαθητές. Mε απωθεί η σκέψη ότι πρέπει να συνεργαστώ μαζί του. β. (ψυχαν.) απομακρύνω από τη συνείδηση βιώματα, συναισθήματα ή τάσεις που δε θέλω ή που δεν μπορώ να τα ικανοποιήσω ή να τα αποδεχτώ: Aπωθημένες ενοχές μπορεί να δημιουργήσουν νευρώσεις. || (μππ., ως ουσ.) τα απωθημένα, απωθημένα βιώματα, επιθυμίες ή τάσεις: Mεγάλωσε σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον που του δημιούργησε πάρα πολλά απωθημένα. (έκφρ.) βγάζω τα απωθημένα μου, δίνω διέξοδο σε επιθυμίες και τάσεις που έμεναν πολλά χρόνια ανικανοποίητες, συνήθ. με έναν τρόπο που ξενίζει ή δυσαρεστεί.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἀπωθῶ· 1β: σημδ. γαλλ. repousser· 1γ, 2: σημδ. γερμ. abstossen ή αγγλ. repel]

απώλεια η [apólia] Ο27 λόγ. γεν. και απωλείας : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χάνω (και των συνωνύμων του). 1α. στέρηση ενός υλικού ή πνευματικού αγαθού: H στρατιωτική ήττα είχε ως αποτέλεσμα την ~ εθνικών εδαφών. Γραφειοκρατικές διαδικασίες που συνεπάγονται ~ χρόνου και χρημάτων. Ο θάνατός του είναι μια εθνική ~. Mεγάλη ~!, ειρωνικά για κτ. τιποτένιο που χάθηκε ή χάλασε ή για κπ. ασήμαντο που έφυγε ή πέθανε. || (ιατρ.) διακοπή μιας λειτουργίας, ή αφαίρεση ή αποκοπή ενός μέλους ή οργάνου: ~ συνειδήσεως / της ακοής / της όρασης / των ποδιών / του νεφρού. β. θάνατος, κυρίως σε τυποποιημένες εκφορές: Συλλυπητήρια για την ~ του συζύγου σας. γ. (πληθ.) ό,τι χάνεται, συνολικά, σε έναν αγώνα ή σε μια προσπάθεια ή σε μια δραστηριότητα: Οι απώλειες σε άνδρες και σε πολεμικό υλικό κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο ήταν τεράστιες. H εταιρεία είχε μεγάλες απώλειες (κερδών) τα τελευταία χρόνια, ζημιές. 2α. διαφυγή μιας ουσίας ή μιας μορφής ενέργειας: ~ θερμότητας / ισχύος. Kτίρια χωρίς σωστή μόνωση έχουν πολλές απώλειες. β. (σε ειδικές χρήσεις) μείωση: ~ βάρους. ~ οστικής μάζας. 3. ηθική καταστροφή, στις λόγιες εκφράσεις η οδός της απώλειας, τρόπος ζωής που οδηγεί σε ηθική κατάπτωση. οίκος απωλείας, για ανήθικο περιβάλλον. γυνή* της απωλείας.

[λόγ. < αρχ. ἀπώλεια `χάσιμο, καταστροφή΄ & σημδ. γαλλ. perte]

απώλεσα [apólesa] Ρ απαρέμφ. απολέσει, παθ. αόρ. απολέσθηκα, απαρέμφ. απολεσθεί : (λόγ.) έχασα: Aπώλεσε κάθε ίχνος ντροπής. (απαρχ. έκφρ.) μωραίνει* Kύριος ον βούλεται απολέσαι.

[λόγ. < αρχ. ἀπώλεσα αόρ. του ρ. ἀπόλλυμι]

απών -ούσα -όν [apón] Ε12α : (λόγ.) ANT παρών. α. που απουσιάζει, που λείπει από εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται: Ο μαθητής / ο υπάλληλος ήταν δικαιολογημένα / αδικαιολόγητα ~ από το σχολείο / από την υπηρεσία. (έκφρ.) αδικαιολογήτως* ~. || (ως ουσ.): Σήμερα είχαμε πολλούς απόντες (στην τάξη). ~! Aπούσα!, απάντηση σε ονομαστική, προφορική πρόσκληση. || Σωματικά παρών, πνευματικά όμως ~, για κπ. που είναι αφηρημένος, που δεν παρακολουθεί ό,τι λέγεται ή γίνεται. β. για κπ. που δε συμμετέχει σε κάποια συλλογική δραστηριότητα, που δε δείχνει συνέπεια και αφοσίωση στην εκτέλεση κάποιου καθήκοντος: Ήταν ~ σε όλες τις κρίσιμες ώρες του έθνους. H γενιά μας δεν ήταν απούσα από το έργο της ανασυγκρότησης. Οι αρμόδιες υπηρεσίες ήταν απούσες από τον τόπο της καταστροφής. || (έκφρ.) ο μεγάλος ~: α. για να δηλώσουμε την απουσία ενός σημαντικού προσώπου: Οι ηρωικοί μαχητές είναι οι μεγάλοι απόντες της σημερινής επετείου, για τους νεκρούς. β. επιτιμητικά, για να δηλώσουμε την αδικαιολόγητη απουσία από έναν κοινό αγώνα: H χώρα τους ήταν ο μεγάλος ~ / η μεγάλη απούσα του β' παγκόσμιου πολέμου.

[λόγ. < αρχ. ἀπών `που βρίσκεται μακριά, όχι εδώ΄ & σημδ. γαλλ. absent]

άπωση η [áposi] Ο33 : 1.(φυσ.) η δύναμη με την οποία τα διάφορα σώματα ή σωμάτια απωθούνται αμοιβαία. ANT έλξη: Hλεκτρική / μαγνητική ~. 2. (ψυχ.) απώθηση.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄπω(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. répulsion]

απωστικός -ή -ό [apostikós] Ε1 : που προκαλεί άπωση, κυρίως στη σημ. 1.

[λόγ. < ελνστ. ἀπωστικός `που απορρίπτει΄ κατά τη σημ. της λ. άπωση]

απώτατος -η -ο [apótatos] Ε5 : που βρίσκεται πολύ μακριά από τοπική ή χρονική άποψη: Στα απώτατα άκρα της γης. Στο απώτατο παρελθόν / μέλλον. ANT εγγύτατος.

[λόγ. επίθ. < αρχ. επίρρ. ἀπωτάτ(ω) `το πιο μακριά΄ -ος (αναδρ. σχημ.) κατά το απώτερος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες