Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπτερος
1 εγγραφή
άπτερος -ος / -η -ο [ápteros] Ε17 : 1.(ζωολ.) που δεν έχει φτερά: Άπτερα έντομα. 2. επωνυμία της θεάς Nίκης, όταν απεικονίζεται χωρίς φτερά: Ο ναός της Aπτέρου Nίκης στην Aκρόπολη των Aθηνών.

[λόγ. < αρχ. ἄπτερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες