Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπταιστος
1 εγγραφή
άπταιστος -η -ο [áptestos] Ε5 : 1.για γλώσσα που τη μιλούν ή που τη γράφουν τέλεια, χωρίς κανένα λάθος: Tα γαλλικά του είναι άπταιστα. 2. (λόγ., για συμπεριφορά κτλ.) άψογος. άπταιστα & (λόγ.) απταίστως ΕΠIΡΡ: Ξέρει ~ τρεις ξένες γλώσσες.

[λόγ. < αρχ. ἄπταιστος, ἀπταίστως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες