Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπονος
1 εγγραφή
άπονος -η -ο [áponos] Ε5 : που δεν αισθάνεται οίκτο, λύπηση, συμπόνια· σκληρόκαρδος άσπλαχνος. ANT πονετικός: Mην είσαι τόσο σκληρή και άπονη. Άπονε, δεν τον λυπάσαι; άπονα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε σκληρά και ~.

[αρχ. ἄπονος `χωρίς κόπο΄ (η σημερ. σημ. μσν., κατά την εξέλ. της σημ. της λ. πόνος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες