Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άπλυτος -η -ο [áplitos] Ε5 : που είναι βρόμικος, λερωμένος, γιατί δεν έχει πλυθεί: Άπλυτα πιάτα / ρούχα. Άπλυτα μαλλιά / χέρια. Πώς μπορεί και κοιμάται σε άπλυτα σεντόνια; || (ως ουσ.) τα άπλυτα, τα ρούχα που δεν έχουν πλυθεί, τα βρόμικα, τα λερωμένα: Kαλάθι για τα άπλυτα. Kάθε μήνα μαζεύω τα άπλυτα και τα δίνω στο πλυντήριο. ΦΡ βγάζω / βγαίνουν τ΄ άπλυτα στη φόρα*.
[αρχ. ἄπλυτος]