Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άπιστος -η -ο [ápistos] Ε5 : 1α.που δεν έχει θρησκευτική πίστη, που δεν είναι πιστός. || (έκφρ.) ~ Θωμάς*. β. (παρωχ.) που δεν πιστεύει στο χριστιανισμό, που ανήκει σε διαφορετικό θρήσκευμα, συνήθ. ως ουσ. οι άπιστοι, ιδίως για τους Tούρκους. 2. που προδίνει τη συζυγική ή την ερωτική πίστη: Είναι άπιστη στον άντρα της. || (ως ουσ.) ο άπιστος, θηλ. άπιστη: Θα τη σκοτώσω την άπιστη!
[2: αρχ. ἄπιστος `που δεν είναι να τον εμπιστευτείς΄· 1α: ελνστ. σημ.· 1β: μσν. σημ.]