Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπαξ
5 εγγραφές [1 - 5]
άπαξ [ápaks] : I.επίρρ. (λόγ.) μία φορά, μόνο μία φορά, συνήθ. στην έκφραση: ~ διά παντός, μια για πάντα, μια και καλή. || (φιλολ.) ~ λεγόμενο, για λέξη που απαντά μία και μόνη φορά. II. ~ και: 1. ως αιτιολογικός σύνδεσμος· αφού, εφόσον: ~ και δε θέλεις, δε σε πιέζω. ~ και το αποφασίσαμε δε χρειάζεται πλέον να το συζητάμε. 2. ως χρονικός σύνδεσμος· από τότε που: ~ και χάθηκε από την παρέα, δεν ξανακούσαμε γι΄ αυτόν τίποτε.

[Ι: λόγ. < αρχ. ἅπαξ· ΙΙ: λαϊκή χρήση κατά το μιας και]

απαξάπαντες [apaksápandes] Ε (μόνο στην ονομ. και αιτ. πληθ.) : (ειρ.) όλοι ανεξαιρέτως: Nα έρθετε ~.

[λόγ. < αρχ. ἁπαξάπαντες]

απαξία η [apaksía] Ο25α : (φιλοσ.) έλλειψη, απουσία ηθικών κυρίως ή αισθητικών αξιών: H επίγνωση της απαξίας μας.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαξία]

απαξιώ [apaksió] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) β' εν. απαξιοίς, γ' απαξιοί, β' πληθ. απαξιοίτε : (λόγ.) απαξιώνω: ~ να σου απαντήσω.

[λόγ. < αρχ. ἀπαξιῶ]

απαξιώνω [apaksióno] Ρ1α : θεωρώ, κρίνω κτ. ως ανάξιο λόγου ή ανάρμοστο, δεν καταδέχομαι να κάνω κτ.: Aπαξίωσε να μου απαντήσει. ~ να πω ψέματα.

[λόγ. απαξι(ώ) -ώνω για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες