Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπαιχτος
1 εγγραφή
άπαιχτος -η -ο [ápextos] & άπαικτος -η -ο [ápektos] Ε5 : 1.που δεν έχει παιχτεί. α. για παιχνίδι ή ό,τι σχετίζεται με αυτό: Άπαιχτη παρτίδα. Kρατούσε τον άσο άπαιχτο. β. για καλλιτεχνικό έργο το οποίο εκτελείται συνήθ. μπροστά σε κοινό: Ένα άπαικτο θεατρικό / μουσικό έργο. 2. (λαϊκ.) ασυναγώνιστος: H ομάδα φέτος είναι άπαιχτη.

[α- 1 παικ- (παίζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες