Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άου
3 εγγραφές [1 - 3]
άου [áu] επιφ. : χρησιμοποιείται απολύτως ή με πρόταση για να δηλώσει ξαφνικό πόνο· οχ: ~ μην το σφίγγεις, με πονάς. ~ με πόνεσες!

[ηχομιμ.]

άουτ [áut] επίρρ. : (αθλ.) στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, στο βόλεϊ κτλ., φάση κατά την οποία η μπάλα βγαίνει έξω από τον αγωνιστικό χώρο από τον παίχτη που βρίσκεται στην επίθεση και από τη στενή πλευρά του γηπέδου: Έβγαλε την μπάλα ~. || (ως ουσ.) το άουτ: H μπάλα πέρασε τη γραμμή του ~. Ο παίχτης χτύπησε το ~.

[αγγλ. out]

αουτσάιντερ το [autsáider] Ο (άκλ.) : (αθλ.) σε ένα αγώνισμα, σε μία αναμέτρηση ο αθλητής ή η ομάδα που κερδίζει παρά τις προβλέψεις. || αυτός που κερδίζει ή που διακρίνεται, ενώ δε συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες νίκης ή επιτυχίας. ANT φαβορί.

[λόγ. < αγγλ. outsider]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες