Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άξεστος
1 εγγραφή
άξεστος -η -ο [áksestos] Ε5 : για άνθρωπο ακαλλιέργητο που συμπεριφέρεται με απολίτιστο και ανάγωγο τρόπο· αγροίκος: Οι λεπτεπίλεπτοι αριστοκράτες έβλεπαν με περιφρόνηση τους άξεστους χωρικούς. Aν και μορφωμένος, είναι τελείως ~. || Οι τρόποι του είναι άξεστοι. άξεστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἄξεστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες