Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άντερο το [ándero] Ο41 : (προφ., λαϊκ.) έντερο. ΦΡ στριμμένο ~, ως χαρα κτηρισμός προσώπου δύστροπου και κακόβουλου. λαδώνω* τ΄ άντερό μου. βγάζω / ξερνώ τ΄ άντερά μου, ξερνώ πολύ. μου γυρίζει* τ΄ άντερα. || (μτφ.): Πήγε να διορθώσει την τηλεόραση και της έβγαλε τ΄ άντερα, την ξεχαρβάλωσε.
[μσν. άντερο(ν) < αρχ. ἔντερον με τροπή του αρχικού [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-en > enan > en-an] ]
- αντεροβγάλτης ο [anderovγáltis] Ο10 : μανιακός δολοφόνος που σκοτώνει τα θύματά του ανοίγοντάς τους την κοιλιά.
[άντερ(ο) -ο- + βγαλ- (βγάζω) -της]