Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άντε
39 εγγραφές [1 - 10]
άντε [áde] & άιντε [(ái)de] επιφ. : I.με επιφωνηματική ή ερωτηματική πρόταση, εκφράζει γενικά παρακίνηση ή αγανάκτηση ανάλογα με τα συμφραζόμενα και το χρωματισμό της φωνής· συντάσσεται συνήθ. με προστακτική, με να και υποτακτική ή με σε και έναρθρο ουσιαστικό· (πρβ. άμε, α 2). 1. με τη σημασία του πήγαινε, έλα: ~ πες τους να ΄ρθουν. ~ βιαστείτε· είναι ώρα να φεύγουμε. ~ στο καλό / στην ευχή του Θεού. ~ στη δουλειά σου και άσε τα λόγια. ~ χάσου, ~ από δω, φύγε, δίνε του. 2. με τη σημασία του εμπρός: ~ κουνήσου. ~ λοιπόν γιατί αργείτε; ~ τι γίνεται, θα φάμε τίποτε; ~ να πηγαίνουμε. || απορία για το τι θα γίνει: ~ να δούμε πώς θα ξεμπλέξουμε. ~ να δούμε τι θα γίνει. II. (συνήθ. απόλυτα) ως αντίδραση στα λεγόμενα κάποιου εκφράζει: α. έκπληξη ή δυσπιστία: Tα ΄μαθες, παντρεύτηκαν. -~!, σώπα, αλήθεια· σοβαρά; β. αποδοκιμασία ή ασυμφωνία: ~ καλέ, που πιστεύεις τέτοια πράγματα! || επιδοκιμασία ή συμφωνία: Πρέπει να αλλάξουμε τακτική. -~ ντε!, καλά τα λες, έχεις δίκιο. γ. με επανάληψη δηλώνει έντονη αντίθεση: Άιντε άιντε, πήραν τα μυαλά σου αέρα. ΦΡ δεν είμαστε ~ ~, όποιοι όποιοι. δ. συγκατάθεση· έστω: Xίλιες δραχμές; ~, για σένα οχτακόσιες. || για να δηλωθεί ανώτατο ποσοτικό, χρονικό κτλ. όριο: Θα ήταν σαράντα, ~ σαράντα πέντε χρονών.

[< άμετε (δες στο άμε) με συγκ. του άτ. [e] και αφομ. θέσης άρθρ. [mt > nt > nd] · συμφυρ. άι (δες α 2) & άντε ή < τουρκ. haydi < (;)]

αντέγκληση η [andéŋglisi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : λόγοι προκλητικοί: Οξύτατες αντεγκλήσεις. Δε λύνονται οι διαφορές με καβγάδες, αλληλοκατηγορίες και αντεγκλήσεις, αλλά με την ήρεμη και καλόπιστη συζήτηση.

[λόγ. αντ(ι)- + έγκλη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. récrimination (πρβ. ελνστ. ἀντέγκλημα ίδ. σημ.)]

αντεθνικός -ή -ό [andeθnikós] Ε1 : που στρέφεται εναντίον του έθνους και των συμφερόντων του: Aντεθνικές πράξεις / ιδέες. Aντεθνική προπαγάνδα.

[λόγ. αντ(ι)- + εθνικός μτφρδ. γαλλ. antinational]

αντεισαγγελέας ο [andisangeléas] Ο21 θηλ. αντεισαγγελέας [andisange léas] & αντιεισαγγελέας ο [andiisangeléas] Ο21 θηλ. αντιεισαγγελέας [andiisange léas] : βαθμός δικαστικού λειτουργού που αναπληρώνει ή εκτελεί τα ίδια καθήκοντα με τον εισαγγελέα· ~ Aρείου Πάγου / Εφετών / Πρωτοδικών.

[λόγ. αντ(ι)-, αντι- + εισαγγελ(εύς) -έας· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αντεισήγηση η [andisíjisi] & αντιεισήγηση η [andiisíjisi] Ο33 : εισήγηση που αντικρούει άλλη εισήγηση.

[λόγ. αντ(ι)-, αντι- + εισήγη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. contre-proposition]

αντεισηγούμαι [andisiγúme] & αντιεισηγούμαι [andiisiγúme] Ρ10.9β : εισηγούμαι κτ. αντίθετο προς άλλη εισήγηση· κάνω αντεισήγηση.

[λόγ. αντ(ι)-, αντι- + εισηγούμαι]

αντεκδίκηση η [andekδíkisi] Ο33 : η ενέργεια του αντεκδικούμαι, η ανταπόδοση εκδίκησης.

[λόγ. αντ(ι)- εκδίκη(σις) -ση]

αντεκδικούμαι [andekδikúme] Ρ10.9β : ανταποδίδω σε κπ. το κακό που έκανε για να εκδικηθεί.

[λόγ. αντ(ι)- εκδικούμαι]

αντέκθεση η [andékθesi] Ο33 : έκθεση που συντάσσεται για να αντικρούσει το περιεχόμενο και τα συμπεράσματα άλλης έκθεσης.

[λόγ. αντ(ι)- έκθε(σις) -ση]

αντέκταση η [andéktasi] Ο33 : (γραμμ.) η μεταβολή βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο επειδή αποβάλλεται ένα επόμενο ημίφωνο· αναπληρωματική έκταση: Tο φαινόμενο της αντέκτασης στην αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα.

[λόγ. αντ(ι)- + ελνστ. ἔκτα(σις) `μάκρεμα βραχείας συλλαβής΄ -ση μτφρδ. γερμ. Εrsatzdehnung]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες