Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνηθος
1 εγγραφή
άνηθος ο [ániθos] Ο20 & άνηθο το [ániθο] Ο41 (συνήθ. στον εν.) : ποώδες, αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται στη μαγειρική: Δώσε μου ένα ματσάκι άνηθο.

[μεταπλ. του ουδ. άνηθο σε αρσ. με βάση την αιτ.· αρχ. ἄνηθον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες