Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνεμος
11 εγγραφές [1 - 10]
άνεμος ο [ánemos] Ο19 : κίνηση μάζας ατμοσφαιρικού αέρα που οφείλεται στις διαφορετικές και μεταβαλλόμενες ατμοσφαιρικές συνθήκες, στη διαφορά θερμοκρασίας από έναν τόπο σε άλλο και έχει ορισμένη κατεύθυνση και δύναμη· (πρβ. αέρας): ~ ασθενής / μέτριος / δυνατός / ισχυρός / σφοδρός. Bόρειος ~, βοριάς. Nότιος ~, νοτιάς. Περιοδικοί / τοπικοί άνεμοι. Πνέει / σηκώνεται ~. Ξαφνικά σηκώθηκε ένας ~ και μας πήρε την ομπρέλα. (Ορμώ) σαν ~, με τη βιαιότητα, την ορμή του ανέμου· (πρβ. σίφουνας). ΦΡ και εκφράσεις περί ανέμων και υδάτων*. φτερό* στον άνεμο. κτ. πάει κατ΄ ανέμου, για καταστροφή. κόντρα στον άνεμο, αντίθετα προς τις επικρατούσες κοινωνικές τάσεις. (πάω) όπου φυσάει ο ~, για άνθρωπο που δεν είναι σταθερός, που μεταβάλλει γρήγορα και κατά περίπτωση απόψεις, ιδέες κτλ., ανάλογα με ό,τι επικρατεί κάθε φορά στην κοινωνία. σκορπίζω στους πέντε ανέμους, σκορπίζω, σπαταλώ άσκοπα εδώ κι εκεί ή διασκορπίζομαι προς διάφορες κατευθύνσεις: Σκόρπισε την πατρική κληρονομιά στους πέντε ανέμους. Tα παιδιά της σκόρπισαν / σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους· ΣYN ΦΡ σκορπίζω στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. ΠAΡ Όποιος σπέρνει* ανέμους, θερίζει θύελλες. || (μτφ.): Φυσάει / πνέει (ένας) ~, επικρατεί κατάσταση, υπάρχει κλίμα, διάθεση για κτ.: Φύσηξε ένας ~ ανανέωσης. Πνέει ~ ελευθερίας / αλλαγής / αισιοδοξίας.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἄνεμος]

ανεμόσκαλα η [anemóskala] Ο27α : φορητή σκάλα από σχοινί ή από άλλο υλικό που κρεμιέται από κάπου και αιωρείται.

[μσν. ανεμόσκαλα < ανεμο-1 + σκάλα]

ανεμοσκορπίζω [anemoskorpízo] -ομαι Ρ2.1 : (λογοτ.) σκορπίζω εδώ κι εκεί, σπαταλώ άσκοπα και αλόγιστα: Aνεμοσκόρπισε την περιουσία του / τα νιάτα του.

[μσν. ανεμοσκορπίζω < ανεμο-1 + σκορπίζω]

ανεμοσκόρπισμα το [anemoskórpizma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : για ό,τι σκορπίζεται, χάνεται, σπαταλιέται άσκοπα και εύκολα· στη ΦΡ ανεμομαζώματα*, ανεμοσκορπίσματα / διαβολοσκορπίσματα.

[ανεμοσκορπισ- (ανεμοσκορπίζω) -μα]

ανεμοσούρι το [anemosúri] Ο44 : σφοδρός άνεμος με βοή.

[ελνστ. ἀνεμόσουρ(ις ἡ) υποκορ. -ιον > ]

ανεμοστάτης 1 ο [anemostátis] Ο10 : ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ανέμη.

[λόγ. ανέμ(η) -ο- + -στάτης]

ανεμοστάτης 2 ο : ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ο ανεμοδείκτης.

[λόγ. ανεμο-1 + -στάτης]

ανεμοστρόβιλος ο [anemostróvilos] Ο20 : α.η δίνη που παράγεται από τη σύγκρουση δύο αντίθετων ρευμάτων αέρα, μάζα αέρα που, καθώς μετακινείται, περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. β. (μτφ.) για καταστάσεις αναστάτωσης, αναταραχής που μπροστά τους ο άνθρωπος φαίνεται άβουλος και αδύναμος: Ο ~ της ζωής / του πολέμου, δίνη.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεμοστρόβυλος (ορθογρ. κατά το στρόβιλος)]

ανεμόστροφο το [anemóstrofo] Ο40 : α.συσκευή που τοποθετείται στην έξοδο καπνοδόχου ή αεραγωγού και, καθώς περιστρέφεται, διευκολύνει τη λειτουργία του. β. περιστρεφόμενος ανεμοδείκτης συνήθ. στη στέγη σπιτιού· ανεμοδούρα.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ανεμόστροφος]

ανεμόστροφος -η -ο [anemóstrofos] Ε5 : που περιστρέφεται με τη δύναμη του ανέμου.

[ελνστ. ἀνεμόστροφος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες