Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άναρχος
3 εγγραφές [1 - 3]
άναρχος -η -ο [ánarxos] Ε5 : 1.που δεν έχει αρχή και συνεπώς υπήρχε πάντα: Ο Θεός είναι δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. H άναρχη ύλη. 2. που δε γίνεται με βάση ορισμένες αρχές, δηλαδή κανόνες, όρους κτλ.: Άναρχη οικονομική ανάπτυξη. Άναρχη και συνήθως παράνομη δόμηση για δημιουργία παραθεριστικής κατοικίας. άναρχα ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄναρχος· 2: κατά τη σημ. της λ. αρχήΙΙ]

αναρχοσυνδικαλισμός ο [anarxosinδikalizmós] Ο17 : συνδικαλισμός με έντονη επιρροή της αναρχικής ιδεολογίας τόσο στους στόχους όσο και στα μέσα που χρησιμοποιεί.

[λόγ. < γαλλ. anarcho-syndicalisme (anarcho- < anarchi sme = αναρχισμός, -isme = -ισμός)]

αναρχοσυνδικαλιστής ο [anarxosinδikalistís] Ο7 : συνδικαλιστής οπαδός του αναρχοσυνδικαλισμού.

[λόγ. < γαλλ. anarcho-syndicaliste (anarcho- < anarchisme = αναρχισμός, -iste = -ιστής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες