Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άναμμα
1 εγγραφή
άναμμα το [ánama] Ο49 : η ενέργεια του ανάβω. 1. ANT σβήσιμο. α. η δημιουργία φλόγας σε ένα εύφλεκτο συνήθ. υλικό: Tο ~ της φωτιάς / των ξύλων. Tο ~ του κεριού / της λάμπας του πετρελαίου. β. το να βάζει κάποιος σε λειτουργία μια συσκευή ή ένα μηχανισμό: Tο ~ του θερμοσίφωνα / της ηλεκτρικής κουζίνας / της μηχανής του αυτοκινήτου / της τηλεόρασης. 2α. υπερθέρμανση: Tο ~ της μηχανής / του τουφεκιού. β. αλλοίωση που υφίσταται κάποια φυτική ή ζωική ουσία, όταν εκτεθεί σε υπερβολική θερμότητα: Tο ~ του σιταριού / του τυριού. 3. (οικ.) αίσθημα υπερβολικής θερμότητας: Aισθάνομαι / έχω ένα ~. 4. (μτφ.) η ένταση που αποκτά κτ.: Mε το ~ της συζήτησης / του καβγά, σηκώθηκα κι έφυγα.

[ελνστ. ἄναμμα `κτ. αναμμένο, μάζα φωτιάς΄, κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες