Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άμοιρος 1 -η -ο [ámiros] Ε5 : που δεν έχει ευνοηθεί από τη μοίρα, που η μοίρα του δεν είναι καλή· κακόμοιρος, άτυχος, δυστυχής: Tον άμοιρο, τι κακό τον βρήκε! Kανένα στον κόσμο δεν έχει, η άμοιρη.
[αρχ. ἄμοιρος `που δε μετέχει σε κπ. αγαθό΄, κατά τη σημ. της λ. μοίρα 1]
- άμοιρος 2 -η -ο : (λόγ.) που δεν έχει πάρει μέρος σε κτ., ο αμέτοχος, συνήθ. στις εκφράσεις (δεν) είναι ~ ευθυνών. άμοιροι παιδείας, αμόρφωτοι.
[λόγ. < αρχ. ἄμοιρος]