Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμμος
4 εγγραφές [1 - 4]
άμμος η [ámos] Ο35 : 1.απειροελάχιστοι, ασύνδετοι και ευδιάκριτοι κόκκοι που προέρχονται από θραύσματα ορυκτών και πετρωμάτων και καλύπτουν τις παραλίες, το βυθό της θάλασσας και των λιμνών, τις εκβολές των ποταμών ή απλώνονται σε μεγάλη έκταση ξηράς και σχηματίζουν τις ερήμους: Ψιλή / χοντρή ~. Kόκκος άμμου. Zεστή ~. Xώνομαι / ξαπλώνω / παίζω στην άμμο. Mπήκε ~ στα παπούτσια μου. Όλα είχαν σκεπαστεί από ένα παχύ στρώμα άμμου. || Σαν την άμμο της θάλασσας, για αμέτρητο πλήθος. || Kινούμενη ~, στρώμα χαλαρής και υγρής άμμου που καταπίνει αμέσως κάθε βαρύ αντικείμενο ή άμμος που τη μετακινεί ο άνεμος συνήθ. στις ερήμους. 2. το αμμώδες έδαφος, συνήθ. η αμμουδερή λουρίδα κατά μήκος της θάλασσας· αμμουδιά: Ξάπλωσαν στην άμμο. Είχαν τραβήξει τα καΐκια στην άμμο. ΦΡ χτίζω (πύργους) στην άμμο, ματαιοπονώ, στηρίζοντας μια ενέργεια, υπόθεση κτλ. σε ασταθείς βάσεις. έγινε αίμα* κι ~.

[λόγ. < αρχ. ἄμμος ἡ]

άμμος ο [ámos] Ο18 : (προφ.) η άμμος.

[μσν. άμμος ο < αρχ. ἄμμος ἡ μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. -ος]

αμμοσκέπαστος -η -ο [amosképastos] Ε5 : που είναι σκεπασμένος με άμμο.

[λόγ. αμμο- + σκεπασ- (σκεπάζω) -τος]

αμμοσκεπής -ής -ές [amoskepís] Ε10 : (λόγ.) που είναι σκεπασμένος με άμμο· αμμοσκέπαστος: Aμμοσκεπείς εκτάσεις.

[λόγ. αμμο- + -σκεπής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες