Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άλυσος η [álisos] Ο36 : (λόγ.) η αλυσίδα. || (μαθημ.) για σύνολα γραμμικά διαταγμένα.
[λόγ. συμφυρ. του αρχ. ἅλυσις ἡ & του λαϊκού άλυσος ο < αρχ. ἅλυσ(ις ἡ) μεγεθ. -ος]