Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλμα
3 εγγραφές [1 - 3]
άλμα το [álma] Ο48 : 1.(λόγ.) πήδημα: ~ θανάτου, για ιδιαίτερα επικίνδυνο πήδημα. ΦΡ ~ στο κενό*. || (αθλ.) ~ εις μήκος / εις ύψος / επί κοντώ*. ~ τριπλούν. 2. (μτφ.) ταχύτατη μετάβαση από ένα στάδιο σε άλλο: Προχωρεί στα μαθήματά του με άλματα. H οικονομία μας έχει κάνει άλματα τα τελευταία χρόνια, άλματα προόδου. || τα κενά που αφήνει μια πορεία με άλματα: Mην κάνεις άλματα, γιατί δεν μπορώ να σε παρακολουθήσω, μην αφήνεις λογικά κενά. Στην αφήγηση γίνεται ένα ~ που μεταφέρει τον αναγνώστη από τα γεγονότα των αρχών του αιώνα στις παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.

[λόγ.: 1: αρχ. ἅλμα· 2: σημδ. γαλλ. saut]

αλμανάκ το [almanák] Ο (άκλ.) : είδος ημερολογίου που περιέχει και διάφορες αστρονομικές, εγκυκλοπαιδικές ή άλλες πληροφορίες.

[λόγ. < γαλλ. almanach (από τα αραβ.)]

αλματώδης -ης -ες [almatóδis] Ε11 : για κτ. που εξελίσσεται με ταχύτατο ρυθμό, που κάνει άλματα· ραγδαίοςβ: H ανάπτυξη του τουρισμού ήταν ~ κατά τις τελευταίες δεκαετίες. H υγεία του παρουσίασε αλματώδη βελτίωση / επιδείνωση. H αύξηση των τιμών δε συγκρατείται, είναι ~. H επιστήμη έκανε αλματώδεις προόδους τον εικοστό αιώνα. αλματωδώς ΕΠIΡΡ: H βιομηχανία εξελίσσεται ~.

[λόγ. αλματ- (άλμα) -ώδης μτφρδ. αγγλ.(;) by leaps and bounds· λόγ. αλματώδ(ης) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες