Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλικος
1 εγγραφή
άλικος -η -ο [álikos] Ε5 : που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα, όπως το ζωντανό αίμα: Άλικα τριαντάφυλλα. Tα χείλια της ήταν κατακόκκινα, άλικα.

[τουρκ. al -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες