Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλειμμα
2 εγγραφές [1 - 2]
άλειμμα το [álima] Ο49 : 1.η ενέργεια του αλείφω: Tο ~ του ψωμιού με βούτυρο. Tο ταψί θέλει ~ με λάδι. 2. (λαϊκότρ.) μαγειρικό λίπος από βοδινό, πρόβειο ή χοιρινό κρέας.

[αρχ. ἄλλειμμα `αλοιφή΄]

αλειμματοκέρι το [alimatokéri] Ο44 : κερί κατασκευασμένο από λίπος (στεατίνη).

[αλειμματ- (άλειμμα) -ο- + κερ(ί) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες