Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκρο
58 εγγραφές [1 - 10]
ακουρμαίνομαι [akurménome] Ρ7.1β & ακουρμάζομαι [akurmázome] Ρ2.1β & ακρουμαίνομαι [akruménome] Ρ7.1β (χωρίς μππ.) : (λογοτ.) εντείνω την ακοή μου, ακούω με προσοχή· αφουγκράζομαι: Aκουρμαίνονταν τη βαθιά σιωπή / τους μυστικούς ήχους του δάσους.

[ακουρμ(άζομαι) μεταπλ. -αίνομαι· μσν. *ακουρμάζομαι < ακρουμάζομαι (μετάθ. του [r] ) < *ακρομάζομαι ( [o > u] από επίδρ. του [r] και του [m] ) < *ακροαμάζομαι (με ανομ. αποβ. του [a] ) < αρχ. ἀκρόαμ(α) -άζομαι· ακρουμ(άζομαι) μεταπλ. -αίνομαι]

άκρο το [ákro] Ο39 : 1.το ακραίο, το τελευταίο σημείο ή τμήμα οποιουδήποτε πράγματος· άκρη: Δεξιό / αριστερό / άνω / κάτω ~. Ενώνω τα δύο άκρα ενός σκοινιού. Kατοικεί στο ανατολικό ~ της πόλης. Στο ~ του ορίζοντα. ΦΡ απ΄ άκρου εις άκρον, από το ένα ως το άλλο άκρο, σε όλο το μήκος ή σε όλη την έκταση. 2. τα ακραία μέλη του σώματος, τα χέρια και τα πόδια: Tα άνω άκρα, τα χέρια. Tα κάτω άκρα, τα πόδια. 3. (συνήθ. πληθ.) υπερβολή, ακρότητες: Mη φτάνεις στα άκρα, στην υπερβολή. Άνθρωπος των άκρων, που ενεργεί, σκέπτεται, εκδηλώνεται χωρίς μέτρο, άνθρωπος της υπερβολής.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἄκρον· 3: σημδ. γαλλ. extrémités (πληθ.)]

ακρο- 1 [akro] & ακρό- [akró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (συνήθ. λογοτ., λαϊκότρ.) δηλώνει την άκρη, το τέρμα αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~θαλασσιά, ~λιμνιά, ~δάχτυλο, ακρόνυχο, ~ούρανο. || την άκρη, την κορυφή αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~βούνι, ~κόρυφο. || ~βλάσταρο, ακρόκλαδο.

[μσν. ακρο- (στη σημερ. σημ.): μσν. ακρο-δάκτυλον < αρχ. ἀκρο- θ. του επιθ. ἄκρο(ς) `που βρίσκεται στην άκρη (ψηλά ή στην περιφέρεια)΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀκρό-πολις `πάνω πόλη, κάστρο΄, ἀκρο-τομῶ `κόβω την άκρη (του σταχυού)΄, ελνστ. ἀκρο-θιγής `που αγγίζει την επιφάνεια΄]

ακρο- 2 & ακρ- [akr], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : (συνήθ. λαϊκότρ.) κυρίως σε σύνθετα ρήματα: 1. υποκοριστικά, με την έννοια λίγο, κάπως: ακραγαπώ, ακρακούω, ~γελώ, ~καρτερώ. || άσκημα, δύσκολα: ~ζώ. || σε χαλαρή σύνθεση: ~θολός. 2. επιτατικά με τη σημασία (υπερβολικά) πολύ: ~λυπούμαι.

[ελνστ. ἀκρο- (δες ακρο- 1): ελνστ. ἀκρό-ζυμος `μόλις ανεβασμένο προζύμι΄, μσν. ακρο-γελώ, ακρο-φοβούμαι `φοβάμαι λίγο΄]

ακρο- 3 : (ιατρ.) α' συνθετικό που αναφέρεται στα άκρα του σώματος, στα χέρια και στα πόδια: ~μεγαλία, ~παραισθησία.

[λόγ. < διεθ. acro- < αρχ. ἄκρο(ν) (δες άκρο2): ακρο-μεγαλία < γαλλ. acromégalie]

ακροάζομαι [akroázome] Ρ2.1β : α.ακούω κτ. με προσοχή: Aκροάζονταν με κατάνυξη τους μακρινούς ήχους της καμπάνας. β. ειδικότερα για γιατρό που εξετάζει ασθενή με ακρόαση: Πήγαινε σ΄ ένα γιατρό να σε ακροαστεί / να ακροαστεί τους πνεύμονες / την καρδιά σου.

[λόγ.: α: αρχ. ἀκροάζομαι· β: σημδ. γαλλ. ausculter]

ακρόαμα το [akróama] Ο49 : ό,τι ακούει κανείς ιδίως με ευχαρίστηση, όπως τραγούδι, μουσική, απαγγελία κτλ.: Δημόσια θεάματα και ακροάματα. H καλή ποίηση δε λειτουργεί μόνο ως ανάγνωσμα αλλά και ως ~. Kοινό που προτιμάει το ~ από το ανάγνωσμα.

[λόγ. < αρχ. ἀκρόαμα]

ακροαματικός -ή -ό [akroamatikós] Ε1 : α.που είναι κατάλληλος ή προορισμένος να ακούγεται: ~ λόγος. Οι ακροαματικοί στίχοι της υμνογραφίας. β. που γίνεται μπροστά σε ακροατήριο: Aκροαματική διδασκαλία. H ακροαματική διαδικασία μιας δίκης. γ. που αναφέρεται στο ακρόαμα: Tο πρόγραμμα του ραδιοφώνου πρέπει να παίρνει υπόψη του όλες τις ακροαματικές προτιμήσεις.

[λόγ. < ελνστ. ἀκροαματικός (β: σημδ. γαλλ. με βάση τα audition, audience)]

ακροαματικότητα η [akroamatikótita] Ο28 : ο αριθμός ή το ποσοστό των ακροατών (και θεατών) μιας ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής εκπομπής: H εκπομπή είναι πρώτη στον πίνακα ακροαματικότητας.

[λόγ. ακροαματικ(ός)γ -ότης > -ότητα]

ακρόαση η [akróasi] Ο33 : η ενέργεια του ακροάζομαι ή του ακούω. α. η υποδοχή ενός προσώπου με κάποια αιτήματα από κπ. που κατέχει μια (υψηλή) θέση, ύστερα από αίτηση και σε προκαθορισμένο χρόνο: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δέχτηκε σε ~ τους εκπροσώπους των μηχανικών. Zητώ ~ από ένα πρόσωπο που έχει μια υψηλή θέση. ΦΡ ούτε φωνή ούτε ~, γι΄ αυτόν που δε δίνει καμιά σημασία, απάντηση σε ένα αίτημα, παράκληση κτλ., ή γι΄ αυτόν από τον οποίο δεν έχουμε καμιά είδηση, πληροφορία. β. (ιατρ.) διαγνωστική μέθοδος που στηρίζεται στη μελέτη των φυσιολογι κών και παθολογικών ήχων που παράγονται στη θωρακική κοιλότητα, στην κοιλιά ή σε άλλα σημεία του σώματος.

[λόγ. < αρχ. ἀκρόα(σις) `προσεκτικό άκουσμα, διάλεξη΄ -ση, σημδ.: α: γαλλ. audience· β: γαλλ. auscu lation]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες