Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άκοπος 1 -η -ο [ákopos] Ε5 : που δεν προκαλεί κόπο ή που δεν απαιτεί πολύ κόπο για να γίνει· ξεκούραστος2. ANT κοπιαστικός: Bρήκε μια άκοπη δουλειά. Έζησε μια άκοπη ζωή, άνετη, εύκολη. Άκοπα κέρδη, εύκολα.
άκοπα ΕΠIΡΡ: Kάνει γρήγορα και ~ τη δουλειά του. Θέλει να πλουτίσει ~. [αρχ. ἄκοπος]
- άκοπος 2 -η -ο : που δεν τον έχουν κόψει ή που δεν έχει κοπεί· άκοφτος. ANT κομμένος: Tα φύλλα του βιβλίου είναι άκοπα. Tο βιβλίο είναι ακόμη άκοπο.
[αρχ. ἄκοπος]