Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άκμονας ο [ákmonas] Ο5 : 1.(λόγ.) αμόνι. ΦΡ μεταξύ σφύρας* και άκμονος. 2. (ανατ.) το ένα από τα τρία οστάρια που υπάρχουν στο μέσο ους.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄκμων, αιτ. -ονα· 2: σημδ. γαλλ. enclume]