Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άιντε
1 εγγραφή
άντε [áde] & άιντε [(ái)de] επιφ. : I.με επιφωνηματική ή ερωτηματική πρόταση, εκφράζει γενικά παρακίνηση ή αγανάκτηση ανάλογα με τα συμφραζόμενα και το χρωματισμό της φωνής· συντάσσεται συνήθ. με προστακτική, με να και υποτακτική ή με σε και έναρθρο ουσιαστικό· (πρβ. άμε, α 2). 1. με τη σημασία του πήγαινε, έλα: ~ πες τους να ΄ρθουν. ~ βιαστείτε· είναι ώρα να φεύγουμε. ~ στο καλό / στην ευχή του Θεού. ~ στη δουλειά σου και άσε τα λόγια. ~ χάσου, ~ από δω, φύγε, δίνε του. 2. με τη σημασία του εμπρός: ~ κουνήσου. ~ λοιπόν γιατί αργείτε; ~ τι γίνεται, θα φάμε τίποτε; ~ να πηγαίνουμε. || απορία για το τι θα γίνει: ~ να δούμε πώς θα ξεμπλέξουμε. ~ να δούμε τι θα γίνει. II. (συνήθ. απόλυτα) ως αντίδραση στα λεγόμενα κάποιου εκφράζει: α. έκπληξη ή δυσπιστία: Tα ΄μαθες, παντρεύτηκαν. -~!, σώπα, αλήθεια· σοβαρά; β. αποδοκιμασία ή ασυμφωνία: ~ καλέ, που πιστεύεις τέτοια πράγματα! || επιδοκιμασία ή συμφωνία: Πρέπει να αλλάξουμε τακτική. -~ ντε!, καλά τα λες, έχεις δίκιο. γ. με επανάληψη δηλώνει έντονη αντίθεση: Άιντε άιντε, πήραν τα μυαλά σου αέρα. ΦΡ δεν είμαστε ~ ~, όποιοι όποιοι. δ. συγκατάθεση· έστω: Xίλιες δραχμές; ~, για σένα οχτακόσιες. || για να δηλωθεί ανώτατο ποσοτικό, χρονικό κτλ. όριο: Θα ήταν σαράντα, ~ σαράντα πέντε χρονών.

[< άμετε (δες στο άμε) με συγκ. του άτ. [e] και αφομ. θέσης άρθρ. [mt > nt > nd] · συμφυρ. άι (δες α 2) & άντε ή < τουρκ. haydi < (;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες