Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άθλιος
1 εγγραφή
άθλιος -α -ο [áθlios] Ε6 : 1.που είναι πολύ κακός και επομένως δυσάρεστος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας / καιρός. Άθλιες συνθήκες εργασίας. Άθλια συμπεριφορά / κατάσταση. α. που η ποιότητά του είναι πολύ κακή: Άθλιο βιβλίο / γεύμα. β. που βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση: ~ δρόμος. Άθλιο σχολείο / ξενοδοχείο. Οι ξένοι εργάτες κατοικούν στις αθλιότερες συνοικίες της πόλης. γ. ταλαίπωρος, δυστυχισμένος: Άθλια ζωή. Γιατί θέλεις να βασανίζεις αυτό το άθλιο πλάσμα; 2. (οικ., για πρόσ.) που η συμπεριφορά του είναι απροσδόκητη: Tι κάνεις εκεί, ρε άθλιε; Ρε τον άθλιο, τα κατάφερε. άθλια ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Έμεινε άνεργος και ζει ~. Ένας γέρος ~ ντυμένος.

[λόγ. < αρχ. ἄθλιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες