Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άδειος
1 εγγραφή
άδειος -α -ο [áδjos] Ε4 : ΣYN αδειανός. ANT γεμάτος. 1α. που δεν έχει ή που του έχουν αφαιρέσει το περιεχόμενο: Οι κασετίνες πουλιούνται άδειες ή γεμάτες με μολύβια, γομολάστιχες κτλ. Tο μπουκάλι είναι άδειο. Tο ταμείο είναι άδειο, δεν έχουν αφήσει μέσα χρήματα, και ως έκφραση, υπάρχει οικονομική δυσχέρεια. Tο δωμάτιο είναι άδειο, χωρίς έπιπλα. Tο στομάχι μου είναι άδειο, είμαι νηστικός. (έκφρ.) με άδεια χέρια*. μένω με άδειες τσέπες*. ΦΡ γυρίζω με άδεια χέρια, χωρίς να πετύχω το σκοπό μου, άπρακτος. ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα, λέω πράγματα, φαινομενικά άσχετα και χωρίς σημασία, για να αναγκάσω κπ. να αποκαλύψει την αλήθεια. || για όπλο που δεν έχει γόμωση, αγέμιστος: Tο πιστόλι είναι άδειο. Άδειοι κάλυκες. || Άδεια μπαταρία, που δε λειτουργεί, στην οποία η τάση μεταξύ των πόλων έχει μηδενιστεί. β. για χώρο από όπου έχουν φύγει οι άνθρωποι ή όπου ζουν ή κυκλοφορούν ελάχιστοι: Ορισμένα ορεινά χωριά είναι σχεδόν άδεια. Περπατούσε τη νύχτα στους άδειους δρόμους. Tο σπίτι το έχω άδειο, ξενοίκιαστο. Φεύγουν τα χελιδόνια και μένουν άδειες οι φωλιές τους. || που δεν είναι κατειλημμένος: Bρήκα μια άδεια θέση και κάθισα. Δεν υπάρχει κανένα άδειο τραπέζι στο εστιατόριο. Mίλησε μπροστά σε άδεια καθίσματα, σε πολύ μικρό ακροατήριο. 2. (μτφ.) α. για κτ. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη κάθε συναισθηματικού ή πνευματικού περιεχομένου, που είναι κενό: H ζωή του είναι άδεια, χωρίς ενδιαφέρον, σκοπό. Άδεια λόγια, χωρίς να εκφράζουν κτ. ουσιαστικό, κούφια. Tο βλέμμα του ήταν άδειο, χωρίς ζωντάνια, ανέκφραστο. Tο κεφάλι του είναι άδειο, για κουτό ή εντελώς αμόρφωτο άνθρωπο. || Είναι ένας άνθρωπος ~, χωρίς πνευματικά ενδιαφέροντα. β. για ελεύθερο χρόνο που περνά χωρίς καμιά απασχόληση· κενός: Γεμίζει τις άδειες ώρες της με το κέντημα. Έχεις καμιά μέρα άδεια, να έρθεις να με βοηθήσεις; || (επέκτ.) για άνθρωπο που έχει ελεύθερο χρόνο, που είναι εύκαιρος: Δεν είναι ποτέ ~, πάντα έχει κάτι να κάνει.

[αδει(άζω) 1 -ος (αναδρ. σχημ.) αναλ. προς το σχ.: αγιάζω - άγιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες