Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγριος
5 εγγραφές [1 - 5]
άγριος -α -ο [áγrios] Ε6 : 1α.(για ζώο) που δεν το έχουν εξημερώσει: Άγριο βουβάλι / άλογο / περιστέρι. Zώο σε άγρια κατάσταση, όχι εξημερωμένο. ΠAΡ Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα, για σφετερισμό των δικαιωμάτων κάποιου. || (επέκτ. για φυτό): Άγρια μηλιά / καστανιά. Άγρια ραδίκια. || (για τον αντίστοιχο καρπό): Άγριο κάστανο. β. (για πρόσ.) πρωτόγονος, απολίτιστος: Οι άγριοι ιθαγενείς της Aυστραλίας. || (ως ουσ., συνήθ. πληθ.) ο άγριος: Mια φυλή αγρίων. 2. (για πρόσ. ή ζώο) α. που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και συνήθ. επιθετικότητα: Έχει για φύλακα ένα πολύ άγριο λυκόσκυλο. Kάνει τον άγριο ενώ είναι καλόκαρδος. || (επέκτ.): Άγρια όψη / ματιά / συμπεριφορά. Άγριο βλέμμα. Άγρια ήθη / ένστικτα. (έκφρ.) με το άγριο, με σκληρότητα ή με επιθετικότητα. β. που δύσκολα μπορούμε να τον ελέγξουμε ή να τον υποτάξουμε· (πρβ. ατίθασος): Πρόσεχε, γιατί το άλογο είναι πολύ άγριο· θα σε ρίξει κάτω. Άγριοι ορεινοί πληθυσμοί που ποτέ δεν υποτάχτηκαν σε ξένο κατακτητή. || (επέκτ.): Άγρια μαλλιά. 3. (μτφ.) α. που είναι τέτοιος, ώστε να δημιουργεί δυσκολίες στον άνθρωπο: ~ τόπος. Άγριο βουνό / φυσικό περιβάλλον. Άγρια παρθένα δάση. Άγρια νύχτα. ~ καιρός, με βροχή, κρύο κτλ. Άγρια θάλασσα, με τρικυμία. β. (για κτ. συνήθ. δυσάρεστο) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση: ~ βήχας / πονοκέφαλος / καβγάς / ξυλοδαρμός / χειμώνας. Άγρια μπόρα / τρικυμία / συμπλοκή / καταπίεση. Άγριο μίσος / πείσμα / κρύο / διάβασμα / μεθύσι / ανθρωποκυνηγητό. Mε ξύπνησε (μέσα στα) άγρια μεσάνυχτα / χαράματα. γ. (για υλικό αντικ.) που δεν είναι λείος: Άγρια επιδερμίδα / ύφανση. ~ σοβάς. || Άγριο χαρμάνι. αγριούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ ιδίως στις σημ. 2, 3. άγρια ΕΠIΡΡ ιδίως στις σημ. 2, 3β: Mιλάει / κοιτάει ~. Tην έδειρε ~. (λόγ.) αγρίως ΕΠIΡΡ στη σημ. 3β. αγριούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[αρχ. ἄγριος· μσν. αγριούτσικος < άγρι(ος) -ούτσικος· λόγ. < αρχ. ἀγρίως]

αγριοσέλινο το [aγriosélino] Ο41 : κοινή ονομασία διάφορων φυτών που συγγενεύουν με το σέλινο.

[αγριο- + σέλινο]

αγριόσκυλο το [aγrióskilo] Ο41 & αγριόσκυλος o [aγrióskilos] Ο20 : 1.σκύλος ή άλλο ζώο όμοιο με σκύλο που ζει σε άγρια κατάσταση. 2. άγριος, επιθετικός σκύλος.

[αγριο- + σκυλ(ί) -ο· μσν. αγριόσκυλος < αγριο- + σκύλος]

αγριοσυκιά η [aγriosiká] Ο24 : ονομασία άγριων δέντρων που συνήθ. συγγενεύουν με τη συκιά.

[ελνστ. ἀγριοσυκ(ῆ) μεταπλ. -ιά κατά το συκῆ > συκιά]

αγριόσυκο το [aγriósiko] Ο41 : ο καρπός της αγριοσυκιάς: Φάγαμε αγριόσυκα.

[αγριο- + σύκο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες