Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγγιχτος -η -ο [ángixtos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν αγγίξει· ανέγγιχτος: Άφησε το φαΐ άγγιχτο. Tο κρεβάτι του είναι άγγιχτο, άρα δεν κοιμήθηκε χτες εδώ. 2. (μτφ.) ανέπαφος, ακέραιος: Άγγιχτο κομπόδεμα. Άγγιχτη πατρική περιουσία. || Άγγιχτο κορίτσι, που δεν το άγγιξε ερωτικά άντρας.
[μσν. άγγιχτος < αγγιχτός (υποχωρ., δες στο α- 2) < αγγικ- (αγγίζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]