Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγγιγμα το [ángiγma] & άγγισμα το [ángizma] Ο49 : 1.η ενέργεια του αγγίζω· επαφή: ~ χεριού / φτερού. Ένα ρίγος σαν από ~ βελούδου. 2. (μτφ.) στενή επαφή, πλησίασμα, προσέγγιση: Kάθε ~ με τα πράγματα του κόσμου καταντούσε οδυνηρό. Tο αμοιβαίο ~ των αφηρημένων εννοιών δεν είναι εύκολο.
[αγγικ- (αγγίζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] · μσν. έγγισμα < εγγισ- (εγγίζω) -μα με επίδρ. του αγγίζω]



